ΓΟΥΙΛΙ
Δεν ήταν ποτέ αληθινά ελεύθερος.
Η πιο διάσημη φάλαινα του κόσμου, ο
«Γουίλι», που πρωταγωνίστησε στη συγκινητική ταινία «Ελευθερώστε το
Γουίλι»
(Free Willy), είχε τελικά μια μίζερη ζωή
μέχρι το θάνατό της, που δεν ήταν ποτέ αληθινά ελεύθερη, παρά την
απελευθέρωσή
της από τον περιορισμένο χώρο του.
Επιστήμονες του Ινστιτούτου Φυσικών Πόρων
της Γροιλανδίας, στηριζόμενοι σε νέα μελέτη, επισημαίνουν ότι ήταν λάθος
η απελευθέρωση της φάλαινας και οι
απόπειρες των ζωολόγων να την κάνουν να ξαναζήσει μια «άγρια» ζωή.
Ο Γουίλι ποτέ δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί
από τη φροντίδα των ανθρώπων και ποτέ δεν κατάφερε πραγματικά να
επανενταχθεί
στην κοινωνία των άγριων φαλαινών.
Οι επιστήμονες, όπως αναφέρουν σε μελέτη
τους στο περιοδικό Marine Mammal Science, πιστεύουν ότι η καλύτερη λύση θα
ήταν η φάλαινα να είχε μείνει στο
περιφραγμένο καταφύγιό της σε ένα φιορδ της Νορβηγίας.
Ο «Γουίλι», που το «πραγματικό» όνομά του
ήταν Κέικο, πέθανε το Δεκέμβριο του 2003 σε ηλικία 26 ετών. Παρά τις
προσπάθειες
των εκπαιδευτών του και των επιστημόνων να
τον επανεντάξουν με τις άλλες φάλαινες στην Ισλανδία, κατά το τέλος της
ζωής του, δυστυχώς ποτέ δεν μπόρεσε να
αποκτήσει σχέσεις μαζί τους ή να βρει τροφή.
Οι μόνες φάλαινες που έχει αποδειχτεί ότι
μπορούν να επιστρέψουν επιτυχώς στην άγρια ζωή μετά την παραμονή τους σε
κάποιο ενυδρείο ή άλλο περιορισμένο χώρο,
είναι νεαρής ηλικίας, που έχουν κρατηθεί σε αιχμαλωσία για μικρό μόνο
χρονικό διάστημα.
Ο Κέικο γεννήθηκε στα ισλανδικά νερά, σε μια
άγρια οικογένεια φαλαινών, και πιάστηκε από τους ανθρώπους το 1979 σε
ηλικία δύο ετών.
Για μια δεκαετία έζησε σε μια μικρή δεξαμενή
νερού σε ένα μεξικανικό πάρκο ψυχαγωγίας, απομονωμένος από άλλες φάλαινες,
ώσπου το 1993 έγινε «σταρ», όταν πρωταγωνίστησε
στο φιλμ «Ελευθερώστε το Γουίλι», όπου ένα αγόρι συνδέεται με τη φάλαινα
και τελικά την ελευθερώνει.
Η επιτυχία της ταινίας προκάλεσε μια διεθνή
καμπάνια διαμαρτυρίας με στόχο την απελευθέρωσή του. Υποχωρώντας στη
διεθνή
πίεση, οι ιδιοκτήτες του Κέικο τον μετέφεραν στην
Ισλανδία και τον άφησαν ελεύθερο μαζί με τις άλλες άγριες όρκες.
Το 2002 οι επιστήμονες τού τοποθέτησαν συσκευές
εντοπισμού, όμως αποδείχτηκε ότι ο Κέικο την περισσότερη ώρα
βρισκόταν ακίνητος στην επιφάνεια της
θάλασσας, απλώς κοιτώντας τις άλλες φάλαινες από απόσταση εκατοντάδων
μέτρων,
καθώς φαινόταν πως του έλλειπαν οι αναγκαίες
«κοινωνικές» ικανότητες προσέγγισης των άλλων ζώων του είδους του.
Μετά από λίγες μέρες, με τη θέλησή του επέστρεψε
σε ένα καταφύγιο που είχαν στήσει οι επιστήμονες σε ένα κοντινό κόλπο.
Ο έλεγχος του στομάχου του έδειξε ότι δεν είχε
καν τραφεί όλο αυτό τον καιρό.
Αν και οδηγήθηκε ξανά στα ανοικτά νερά, η
κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Μολονότι άρχισε να κάνει βουτιές σιγά-σιγά,
οι συσκευές εντοπισμού έδειξαν ότι ενώ οι άλλες
όρκες κινούνταν σε βάθος 50 έως 75 μέτρων, ο Κέικο ποτέ δεν βούτηξε
κάτω από τα 25 μέτρα και συνήθως κινείτο σε βάθος
μόλις τεσσάρων μέτρων. Πολύ συχνά προτιμούσε να πλησιάζει το σκάφος
των επιστημόνων που τον παρακολουθούσαν, παρά να
κάνει παρέα με τις άλλες όρκες.
Οι εκπαιδευτές του, φοβούμενοι ότι κόλλησε κάποια
μόλυνση από την συχνή ανθρώπινη επαφή, τον μετέφεραν σε ένα
προστατευμένο καταφύγιο στη Νορβηγία, όπου και
πέθανε μετά από ένα χρόνο, μάλλον από πνευμονία.
|